- κηρίον
- κηρίονhoneycombneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρίον — το (ΑΜ κηρίον) βλ. κερί … Dictionary of Greek
κηρίω — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc dual κηρίον honeycomb neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρία — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίοις — κηρίον honeycomb neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίοισιν — κηρίον honeycomb neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίου — κηρίον honeycomb neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίων — κηρίον honeycomb neut gen pl κηρίων wax light masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίῳ — κηρίον honeycomb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
сот — род. п. а, мн. соты, русск. цслав. сътъ κηρίον, болг. сът, сербохорв. са̑т, местн. ед. сату, словен. sȃt, род. п. sа̑tа, satȗ, кайк. sę̑t. Этимологизируется пока неудовлетворительно: как родственное др. инд. satas сосуд , по Мейе (Et. 302),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера